- ολοαρκτικός
- και ολαρκτικός, -ή, -όφρ. «ολοαρκτική περιοχή»(βιολ.-παλαιοντ.) βιογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τις ψυχρές, εύκρατες και υποτροπικές βόρειες περιοχές τού κόσμου πάνω από τις ερήμους τού Μεξικού και τής Σαχάρας και πάνω από την υδροκριτική γραμμή τών Ιμαλαΐων μέχρι τη Νότια Κίνα και στην οποία οι ζωικοί και φυτικοί οργανισμοί παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holarctic (< ολ[ο]-* + αρκτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.