ολοαρκτικός

ολοαρκτικός
και ολαρκτικός, -ή, -ό
φρ. «ολοαρκτική περιοχή»
(βιολ.-παλαιοντ.) βιογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τις ψυχρές, εύκρατες και υποτροπικές βόρειες περιοχές τού κόσμου πάνω από τις ερήμους τού Μεξικού και τής Σαχάρας και πάνω από την υδροκριτική γραμμή τών Ιμαλαΐων μέχρι τη Νότια Κίνα και στην οποία οι ζωικοί και φυτικοί οργανισμοί παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holarctic (< ολ[ο]-* + αρκτικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολαρκτικός — ή, ό βλ. ολοαρκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”